Τρεις δεκαετιες αντιασφαλιστικου οδοστρωτηρα
Η ενιαία και σχεδιασμένη επίθεση, το «τελευταίο βήμα» της οποίας φιλοδοξεί να κάνει η σημερινή κυβέρνηση, μετράει ήδη 3 δεκαετίες, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, λίγο μετά το Μάαστριχτ, όταν η ΕΕ και όλα τα επιτελεία του κεφαλαίου ανέδειξαν το Ασφαλιστικό σε... πρώτο «δημόσιο κίνδυνο», που έπρεπε να αντιμετωπιστεί με κάθε τρόπο.
Πολύ πριν από την εκδήλωση της τελευταίας γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης, στις συνθήκες της οποίας το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του βρήκαν την ευκαιρία να επιταχύνουν την επίθεση, ο πόλεμος που είχαν κηρύξει στα ασφαλιστικά δικαιώματα εργαζομένων, αυτοαπασχολούμενων, αγροτών και συνταξιούχων, ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Ένας πόλεμος με σαφή στόχευση: Την απαλλαγή του κεφαλαίου και του κράτους του από το «κόστος» της Κοινωνικής Ασφάλισης και το ταυτόχρονο άνοιγμα ενός τεράστιου πεδίου κερδοφορίας για τα μονοπώλια.
Αυτήν ακριβώς τη στόχευση του κεφαλαίου υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις του, σοσιαλδημοκράτες, κεντροαριστεροί, δεξιοί, νεοφιλελεύθεροι και φυσικά η «πρώτη φορά Αριστερά»...
Αρχίζοντας με τον νόμο 2084/1992 του Σιούφα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, «ο ένας έκοβε και ο άλλος έραβε» όλα αυτά τα χρόνια, για να φτάσουμε στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που ενσωμάτωσε όλες αυτές τις αντιλαϊκές ανατροπές δεκαετιών και τις βάθυνε ακόμα παραπέρα με τον περιβόητο νόμο Κατρούγκαλου.
Με τον νόμο Σιούφα ήδη από το 1992, αυξήθηκαν για τους νεοεισερχόμενους στην εργασία τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 έτη για άνδρες και γυναίκες, μειώθηκαν τα ποσοστά αναπλήρωσης με μέγιστο ποσοστό το 60% για τις κύριες συντάξεις (35 χρόνια εργασίας) και το 20% για τις επικουρικές. Εφαρμόστηκε δηλαδή η μέθοδος «σαλαμοποίησης» των μέτρων, ώστε να καμφθούν οι αντιδράσεις των ήδη ασφαλισμένων. Ταυτόχρονα, επιβλήθηκε δραστική μείωση στα κατώτερα όρια συντάξεων, τα οποία αποσυνδέθηκαν από τα 20 ημερομίσθια του ανειδίκευτου εργάτη. Το μέτρο αυτό θα οδηγήσει σύντομα στην κατάρρευση των κατώτερων συντάξεων και στην ανάγκη θεσμοθέτησης του ΕΚΑΣ, προκειμένου οι συνταξιούχοι να μη λιμοκτονούν, με δεδομένο ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των τότε συνταξιούχων λάμβαναν τα κατώτερα όρια, καθώς παρότι είχαν δουλέψει και μάλιστα για πολλές δεκαετίες, εξαιτίας του μεγάλου ποσοστού ανασφάλιστης εργασίας στην πράξη δεν διέθεταν αρκετά ένσημα.
Πολύ πριν από την εκδήλωση της τελευταίας γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης, στις συνθήκες της οποίας το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του βρήκαν την ευκαιρία να επιταχύνουν την επίθεση, ο πόλεμος που είχαν κηρύξει στα ασφαλιστικά δικαιώματα εργαζομένων, αυτοαπασχολούμενων, αγροτών και συνταξιούχων, ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Ένας πόλεμος με σαφή στόχευση: Την απαλλαγή του κεφαλαίου και του κράτους του από το «κόστος» της Κοινωνικής Ασφάλισης και το ταυτόχρονο άνοιγμα ενός τεράστιου πεδίου κερδοφορίας για τα μονοπώλια.
Αυτήν ακριβώς τη στόχευση του κεφαλαίου υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις του, σοσιαλδημοκράτες, κεντροαριστεροί, δεξιοί, νεοφιλελεύθεροι και φυσικά η «πρώτη φορά Αριστερά»...
Αρχίζοντας με τον νόμο 2084/1992 του Σιούφα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, «ο ένας έκοβε και ο άλλος έραβε» όλα αυτά τα χρόνια, για να φτάσουμε στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που ενσωμάτωσε όλες αυτές τις αντιλαϊκές ανατροπές δεκαετιών και τις βάθυνε ακόμα παραπέρα με τον περιβόητο νόμο Κατρούγκαλου.
Με τον νόμο Σιούφα ήδη από το 1992, αυξήθηκαν για τους νεοεισερχόμενους στην εργασία τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 έτη για άνδρες και γυναίκες, μειώθηκαν τα ποσοστά αναπλήρωσης με μέγιστο ποσοστό το 60% για τις κύριες συντάξεις (35 χρόνια εργασίας) και το 20% για τις επικουρικές. Εφαρμόστηκε δηλαδή η μέθοδος «σαλαμοποίησης» των μέτρων, ώστε να καμφθούν οι αντιδράσεις των ήδη ασφαλισμένων. Ταυτόχρονα, επιβλήθηκε δραστική μείωση στα κατώτερα όρια συντάξεων, τα οποία αποσυνδέθηκαν από τα 20 ημερομίσθια του ανειδίκευτου εργάτη. Το μέτρο αυτό θα οδηγήσει σύντομα στην κατάρρευση των κατώτερων συντάξεων και στην ανάγκη θεσμοθέτησης του ΕΚΑΣ, προκειμένου οι συνταξιούχοι να μη λιμοκτονούν, με δεδομένο ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των τότε συνταξιούχων λάμβαναν τα κατώτερα όρια, καθώς παρότι είχαν δουλέψει και μάλιστα για πολλές δεκαετίες, εξαιτίας του μεγάλου ποσοστού ανασφάλιστης εργασίας στην πράξη δεν διέθεταν αρκετά ένσημα.
Αναδημοσίευση Αποσπάσματος Άρθρου: